- γηροτροφία
- γηροτροφία, η (Α) [γηροτρόφος]γηροβοσκία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γηροτροφία — γηροτροφίᾱ , γηροτροφία fem nom/voc/acc dual γηροτροφίᾱ , γηροτροφία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηροτροφίας — γηροτροφίᾱς , γηροτροφία fem acc pl γηροτροφίᾱς , γηροτροφία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηροτροφίης — γηροτροφία fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)